Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λαρδώνω — [λαρδί] χρησιμοποιώ λαρδί στο φαγητό … Dictionary of Greek
αλάρδωτος — η, ο [λαρδώνω] 1. ο αλάρδιστος 2. αυτός που δεν έφαγε καλά, ο νηστικός … Dictionary of Greek